τριγωνομετρώ

τριγωνομετρώ
-έω, Ν
καταμετρώ με τριγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομέτρης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”